σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
φωσγενίτης — Ορυκτό με χημική σύνθεση Pb2Cl2CO3 (ανθρακικός χλωριούχος μόλυβδος). Ανήκει στο τετραγωνικό σύστημα κρυστάλλωσης. Έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 6,0 6,3 και κίτρινο ή πράσινο χρώμα. * * * ο, Ν (ορυκτ.) χλωρανθρακικό ορυκτό τού μολύβδου, το… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
θορίτης — Ορυκτό του θορίου. Δημιουργείται μετά από αποσάθρωση του πυριτικού θορίου (ThSiO4). Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και είναι ισόμορφο με το ζιρκόνιο, το ρουτίλιο και τον κασσιτερίτη. Απαντάται στη Νορβηγία. Δείγμα του ορυκτού θορίτη, από… … Dictionary of Greek
κασσιτερίτης — Ορυκτό του κασσίτερου (SnO2) που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, στην τάξη της διτετραγωνικής πυραμίδας. Οι κρύσταλλοί του είναι στηλοειδείς, πρισματικοί ή μακροβελονοειδείς, με χρώμα συνήθως σκούρο καστανό ή ακόμα κιτρινωπό, πρασινωπό ή… … Dictionary of Greek
μοσσίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό, οξείδιο τού νιοβίου, τού τανταλίου και τού σιδήρου, που κρυσταλλώνεται κατά το τετραγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mossite < Μoss, ονομ. τοποθεσίας στη Νορβηγία] … Dictionary of Greek
ρουτίλιο — το, Ν (ορυκτ.) μία από τις τρεις μορφές, η πιο άφθονη που απαντά στη φύση, τού ορυκτού οξειδίου τού τιτανίου και που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Rutile < λατ. rutilus «ερυθρός»] … Dictionary of Greek
σαγηνίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό διοξείδιο τού τιτανίου που αποτελεί ποικιλία τού ρουτιλίου, κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και σχηματίζει δικτυωτά συσσωματώματα δίδυμων κρυστάλλων με τη μορφή εγκλεισμάτων σε διάφορες ποικιλίες χαλαζία. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek